Κινέζικος Μύθος: Η κόκκινη κλωστή της Μοίρας - Akai Ito


 Η κόκκινη κλωστή της μοίρας είναι για την ιαπωνική κουλτούρα μια κλωστή με τις δυο άκρες της δεμένες αντίστοιχα στα μικρά δάχτυλα των χεριών δυο ανθρώπων που είναι γραφτό να ερωτευτούν μεταξύ τους. Οι Ιάπωνες μιλούν για κλωστή και μικρό δάχτυλο, ο πρωτότυπος μύθος όμως φαίνεται πως είναι κινέζικης καταγωγής και μιλάει για κορδόνι και αστραγάλους.

Έτσι έχει λοιπόν ο κινέζικος μύθος:

 Την εποχή της δυναστείας Τανγκ, ο Ικο που επειδή είχε χάσει από μικρή ηλικία τους γονείς του ήθελε να παντρευτεί όσο το δυνατόν γρηγορότερα, προσπαθούσε να βρει νύφη, αλλά κάθε φορά το προξενιό αποτύγχανε.

Κάποια στιγμή ενώ ταξίδευε, σταμάτησε σε μια πόλη όπου θα συναντούσε άλλη μία επίδοξη νύφη. Η συνάντηση με κάποιον απ’ την οικογένειά της είχε κανονιστεί να γίνει μπροστά σ’ έναν ναό στα δυτικά της πόλης την αυγή, και ο Ικο έφτασε στο σημείο συνάντησης, όταν το φεγγάρι ήταν ακόμα ψηλά στον ουρανό.

Εκεί στα σκαλιά του ναού είδε έναν γέροντα με μια μεγάλη σακούλα, να διαβάζει υπό το φως του φεγγαριού. Ο Ικο τον πλησίασε απ’ το πλάι και έριξε μια κλεφτή ματιά στο βιβλίο, αλλά δε μπορούσε να καταλάβει τα γράμματα κι έτσι ρώτησε:

«Τι είναι αυτό που διαβάζετε γέροντα; Αν και σπουδάζω από μικρό παιδί και μπορώ να διαβάσω ακόμα και τα σανσκριτικά της Δύσης, αυτά τα γράμματα πρώτη φορά τα βλέπω. Περί τίνος πρόκειται;»

Ο γέρων απάντησε γελώντας:
«Αυτό το βιβλίο δεν ανήκει σ’ αυτόν τον κόσμο. Είναι λογικό λοιπόν να μην το έχεις ξαναδεί»

Ο Ικο ξαναρώτησε:
«Και λοιπόν, από πού είναι αυτό το βιβλίο;»

«Είναι από τον άλλο κόσμο»

«Και τι δουλειά έχει ένας γέρων απ’ το Βασίλειο των Νεκρών εδώ;»

Ο γέρων απάντησε:
«Εσύ είσαι αυτός που ήρθε λίγο πιο νωρίς. Μη μου λες ότι δεν έχω δουλειά εγώ εδώ. Εμείς οι Διαχειριστές από τον άλλο κόσμο έχουμε αναλάβει αυτόν εδώ, διαχειριζόμαστε τον κόσμο των ανθρώπων. Είναι λογικό λοιπόν να πηγαινοερχόμαστε»

«Εσύ λοιπόν τι διαχειρίζεσαι;»

Στην ερώτηση του Ικο, ο γέρων απάντησε ως εξής:
«Όλα όσα αφορούν το γάμο μεταξύ των ανθρώπων αυτού του κόσμου»

Ο Ικο χάρηκε μέσα του κρυφά και είπε:
«Όταν ήμουν μικρός έχασα τους γονείς μου και ήθελα να παντρευτώ νωρίς, να κάνω πολλά παιδιά και να φτιάξω μια οικογένεια που θα συνεχιστεί για πολλές γενιές. Εδώ και πάνω από δέκα χρόνια επιδίωξα διάφορα προξενιά αλλά τα πράγματα δεν πήγαν όπως ήθελα. Σήμερα κάποιος ντόπιος θα μου συστήσει μια κόρη, θα πάει καλά αυτό το προξενιό;»

Ο γέρος απάντησε:
«Δε θα πάει καλά. Εσένα η νύφη σου είναι ακόμα τριών ετών. Όταν γίνει δεκαεπτά, τότε φαίνεται ότι θα περάσει το κατώφλι σου»

‘Όταν ο Ικο ρώτησε για το περιεχόμενο της σακούλας,
«Έχει μέσα ένα κόκκινο κορδόνι. Με αυτό δένω τα πόδια δυο ανύπανδρων. Αφού αποφασιστεί ο γάμος τους στον άλλο κόσμο, εγώ δένω κρυφά στα πόδια τους το κόκκινο κορδόνι. Ακόμα και αν τα σπίτια τους είναι εχθρικά, η διαφορά στον πλούτο μεγάλη, ή απέχουν πάρα πολύ μεταξύ τους, αρκεί που είναι δεμένοι με το κόκκινο κορδόνι και δε μπορούν να ξεφύγουν. Τα πόδια σου εσένα είναι ήδη δεμένα με του κοριτσιού. Ακόμα και αν ψάχνεις για κάποια άλλη, δε θα καταφέρεις τίποτα»

Ο Ικο ρώτησε:
«Ποια είναι η γυναίκα μου; Πού ζει;»

«Είναι κόρη μιας γυναίκας που πουλάει λαχανικά στα βόρεια αυτής της πόλης»

«Μπορώ να πάω να τη δω;»

«Η γυναίκα πουλάει λαχανικά κρατώντας πάντα αγκαλιά το παιδί. Έλα μαζί μου και θα σου δείξω»

Ξημέρωσε αλλά ο άνθρωπος που περίμενε ο Ικο δεν εμφανίστηκε. Ο γέρων τελείωσε το βιβλίο του, φορτώθηκε τη σακούλα και άρχισε να περπατάει. Ο Ικο τον ακολούθησε και όταν έφτασαν στην αγορά, πήρε το μάτι του μια ηλικιωμένη γυναίκα που δεν έβλεπε απ’ το ένα μάτι και κρατούσε ένα τρίχρονο κορίτσι. Απ’ όσο έβλεπε ήταν ένα βρώμικο άσχημο παιδί. Ο γέρων του υπέδειξε με το δείκτη του χεριού του το κορίτσι και είπε:
«Εκείνη είναι η νύφη σου»

Ο Ικο φούσκωσε από θυμό αμέσως.
«Μπορώ να τη σκοτώσω;»

«Αυτή η κόρη είναι γραφτό να γίνει πλούσια με αξίωμα. Αν είστε μαζί θα είστε ευτυχισμένοι, δεν κάνει να τη σκοτώσεις»

Αφού ολοκλήρωσε αυτά που είχε να πει, ο γέρος ξαφνικά εξαφανίστηκε. Ο Ικο έδωσε στον υπηρέτη του το ξίφος του και είπε:
«Εσύ με υπηρετείς πάντα καλά. Αν σκοτώσεις εκείνο το κορίτσι για χάρη μου, θα σου δώσω δέκα χιλιάδες νομίσματα»

Ο υπηρέτης δέχτηκε, έκρυψε το ξίφος στο μανίκι και μπήκε στην αγορά. Ανακατεύτηκε με το πλήθος, κατάφερε ένα χτύπημα στο κορίτσι και το έβαλε στα πόδια. Έγινε μεγάλος χαμός στην αγορά κι έτσι κάπως τα κατάφερε και ξέφυγε.

«Το έκανες;» όταν τον ρώτησε ο Ικο, «είχα σκοπό να την μαχαιρώσω στην καρδιά, αλλά δεν πέτυχα το στόχο μου και την τρύπησα στο φρύδι» απάντησε ο υπηρέτης.

Και μετά απ’ αυτό το γεγονός, ο Ικο συνέχισε να προτείνει γάμο προς διάφορες μεριές, αλλά τίποτα δεν πήγαινε καλά. Μέσα σε μια στιγμή πέρασαν 14 χρόνια.
Χάρη στις παλιές διασυνδέσεις του πατέρα του, πήρε μια θέση υπό έναν αξιωματούχο του Αισού, και του ανατίθεντο αποκλειστικά οι ανακρίσεις εγκληματιών. Του αξιωματούχου του άρεσε που ο Ικο ήταν ικανός και αποφάσισε να τον παντρέψει με την κόρη του.

Η νύφη, 17 ετών ήταν και πανέμορφη, και ο Ικο πολύ ευχαριστημένος. Όμως η νύφη φρόντιζε πάντα να στολίζει το μεσόφρυδό της με μικρά ψεύτικα λουλούδια, και σε καμία περίπτωση δεν αφαιρούσε το στολίδι αυτό. Προς το τέλος της χρονιάς την πίεσε να του εξηγήσει το λόγο, κι εκείνη κλαίγοντας απάντησε:

«Στην πραγματικότητα δεν είμαι κόρη του πατέρα μου, αλλά ανιψιά. Ο πραγματικός μου πατέρας ήταν Περιφερειάρχης στο κάστρο της δυναστείας Σονγκ, αλλά έπεσε στο καθήκον. Εκείνη την εποχή εγώ ήμουν ακόμα μωρό, και η μητέρα μου και ο αδελφός μου πέθαναν ο ένας μετά τον άλλο. Μέναμε λοιπόν στο μοναδικό σπίτι που μας απέμεινε μαζί με την παραμάνα μου στα νότια της πόλης και εκείνη πουλούσε λαχανικά για να ζήσουμε. Η παραμάνα επειδή φοβόταν που ήμουν τόσο μικρούλι, με κουβαλούσε πάντα μαζί της. Όταν ήμουν τριών η παραμάνα περπατούσε στην πόλη κρατώντας με, ξαφνικά κάποιος παράνομος με τρύπησε στο φρύδι με το σπαθί του και έμεινε σημάδι. Γι’ αυτό το κρύβω με ένα ψεύτικο λουλούδι. Πέρασαν επτά-οκτώ χρόνια και με την ευκαιρία της μετάθεσής του ο θείος μου με υιοθέτησε και με πάντρεψε μ’ εσένα ως κόρη του»

Ο Ικο ρώτησε:
«Μήπως η παραμάνα σου δεν έβλεπε απ’ το ένα μάτι;»

«Μάλιστα. Μα πώς το ξέρεις;»

«Εγώ τον έστειλα αυτόν που σε μαχαίρωσε. Τι παράξενο!»

Είπε ο Ικο και εξήγησε στη γυναίκα του τις λεπτομέρειες, και ο σεβασμός και η αγάπη ανάμεσα στο ζευγάρι άρχισε να μεγαλώνει όλο πιο πολύ.

Αργότερα ο Περιφερειάρχης του κάστρου των Σόνγκ άκουσε την ιστορία και μετονόμασε την πόλη όπου συνέβη το περιστατικό σε “joukonten” (=μαγαζί του προκαθορισμένου γάμου)

(πηγή: taiheikougi, joukonten = τα μεγάλα χρονικά της ειρήνης, το μαγαζί του ορισμένου γάμου)
(μετάφραση απ' τα Ιαπωνικά: himawarinosekai)

Σχόλια

Ο χρήστης Elysse είπε…
Καλέ τι ανώμαλος αυτός ο Ικο! Όχι η αγάπη δεν θα μεγάλωνε, θα έτρωγε και μερικές φάπες τουλάχιστον!Α ρε Ασιάτισσες, τι σας ποτίζουν και ότι και να σας κάνουν σας μεγαλώνει η αγάπη; Έλεος!
Ο χρήστης Ανώνυμος είπε…
Το ΠΟΣΟ θα συμφωνησω ΔΕΝ ΛΕΓΕΤΑΙ!

Kurisu
Ο χρήστης Kunoichi είπε…
Μα αυτό ακριβώς θέλει να πει ο μύθος: δεν υπάρχει ελευθερία βούλησης, εκείνη ερωτεύτηκε τον παρολίγον δολοφόνο της κι εκείνος έπρεπε να περιμένει μέχρι να γίνει το μωρό νύφη, κι ας βιαζόταν να παντρευτεί.
Ο χρήστης Unknown είπε…
Σε αυτό το μύθο το ελάχιστο γίνεται το περισσότερο.Να η διαχρονική αλήθεια αυτού του μύθου...

Δημοφιλείς αναρτήσεις